Φτάνω στο café αργοπορημένη. Μετά την μαζική γκρίνια για την αργοπορία μου και τη ανταλλαγή των τυπικών φιλοφρονήσεων και των φιλιών του αέρα, κάθομαι. Απέναντι μου η Β. Κοκέτα σήμερα. Πριν έρθει, πέρασε απ’την κομμώτρια και έφτιαξε το μαλλί –χάρμα οφθαλμών τα bleach extensions της που φτάνουν μέχρι πιο κάτω απ’τη μέση- και την μανικιουρίστα της για το French gel manicure της..
Είμαι λίγο αφηρημένη σχολιάζει η Μαρία. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί ότι δεν θα κατάφερνα τόσο εύκολα να περάσω απαρατήρητη απ’το δικό της ραντάρ… Έχει διορατικό χάρισμα αυτή η κοπέλα. «Μπά, όχι. Απλά μου τα ‘πρηξαν στη δουλειά σήμερα. Και έχω και λίγο πονοκέφαλο.. Νομίζω ότι κόλλησα κάτι…»… Μου ρίχνει μια εξεταστική βαθυστόχαστη ματιά και μετά χαλαρώνει. Την έπεισα νομίζω.
Σιγουρεύομαι ότι το χαμόγελο που φόρεσα ειδικά για την περίσταση είναι στη θέση του. Καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να φαίνεται αμέριμνο και αυθεντικό γιατί τα μάτια της Μαρίας είναι ακόμα σε περιπολία. Ακούω τη Β. να λέει τα γνωστά δικά της. Βαρέθηκε τη δουλειά της. Τα οικονομικά της είναι χάλια..Οι τόκοι στο οικιστικό της δάνειο δεν τους αφήνουν να πάρουν ανάσα. Ο άντρας της έχει εμμονή με το ψάρεμα και δεν κάθεται σπίτι. Η κόρη της θέλει κάθε βδομάδα καινούργια converse. Τις προάλλες βρήκε ένα πακέτο τσιγάρα στην σχολική τσάντα του γιού της, ο οποίος είναι μόλις 13 χρόνων. Όταν τον μάλωσε αυτός την έβρισε και κλείστηκε στο δωμάτιο… Ακούω τις ενθαρρυντικές απαντήσεις που δίνουν οι άλλες. Νιώθω και πάλι τα μάτια της Μαρίας πάνω μου, καχύποπτα. Πιέζω τον εαυτό μου και ρίχνω και εγώ μια ατάκα του στυλ, «καημενούλα μου, τι τραβάς και συ» και βάζω μια δόση συμπόνιας στη φωνή μου.
Μετά σειρά έχει η Α. Έχει προβλήματα με την 4ετή σχέση της. Αυτός συνεχίζει να μην κάνει λόγο για γάμο. Σκέφτεται ότι ήταν βεβιασμένη η κίνηση να συγκατοικήσει μαζί του γιατί αυτός βολεύτηκε και δεν μπορεί να εξασκήσει πάνω του κανένα «μοχλό πίεσης» πια. Είναι και η μάνα του βλέπεις, που δεν την πάει και κάνει τα πάντα για να μπει ανάμεσά τους να τους χωρίσει.
Η Μαρία δέχεται ένα τηλεφώνημα από την μάνα της, που την ρωτά τι ώρα θα περάσει να πάρει τα παιδιά γιατί της έχουν σπάσει τα νεύρα. Εκνευρίζεται και αρχίζει να βρίζει θεούς και δαίμονες. Ούτε ένα καφέ δεν μπορεί να πιεί με την ησυχία της χωρίς να την πρήζει η μάνα της. Γιατί να μην μπορεί να είναι και η δικιά της νορμάλ μάνα σαν όλες τις άλλες και να της κρατά τα παιδιά χωρίς γκρίνια. Η Β. της λέει ότι είναι καιρός να πάρει μια Φιλιππινέζα επιτέλους..
Η Α. γυρνά και με ρωτάει για τα νέα μου. Πήρα την προαγωγή; Συνεχίζω την προπόνηση ; Τελικά θα κάνω εκείνα τα μαθήματα που έλεγα; Μουρμουρίζω ένα «όλα καλά δόξα το Θεό. Πήρα την προαγωγή. Χέζω λίγο την προπόνηση τώρα τελευταίως, δεν έχω χρόνο. Σκέφτομαι ακόμη για τα μαθήματα» . Ξαφνικά παρατηρώ ότι επικρατεί βουβαμάρα και νιώθω τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου. «Εσύ κάτι έχεις σήμερα», λέει η Μ. και χασκογελά. «Ρε μπας και ερωτεύτηκες; ..Αυτό είναι!! Φτού σου μωρή! Έτσι είναι οι φίλες; Για ξέρνα τα όλα τώρα!!!!!!», και ακολουθά μια συγχορδία από ενθουσιώδη ευφημισμούς για τον επικείμενο έρωτά μου. Γελάω «ανέμελα» και ο ήχος του γέλιου μου, μου πονάει τ’ αυτιά.. Δεν αντέχω άλλο. Πρέπει να βρω μια δικαιολογία και να φύγω. Αν μείνω θα βάλω τα κλάματα και αυτό θα τις αποδιοργανώσει όλες, θα ισοπεδώσει το status-quo της παρέας.
Θα πρέπει να δώσω εξηγήσεις. Και δεν θέλω. Όχι σήμερα. Όχι τώρα.
Και τι να τους πω άλλωστε; Ότι σήμερα βρίσκω την γκρίνια τους εκνευριστική; Την ίδια γκρίνια που υπό κανονικές συνθήκες σέρνω πρώτη το χορό και μάλιστα με μεγαλύτερη θέρμη από όλες; Ότι σήμερα μου προκαλούν θυμό τα παράπονά τους; Δεν μπορώ να τους πω κάτι τέτοιο. Θα ήτανε τουλάχιστο υποκριτικό εκ’μέρους μου.
Βρίσκω τη δικαιολογία μου και φεύγω. Νιώθω άρρωστη τους λέω και είναι πολύ κοντά στην αλήθεια αυτό. Φεύγοντας νιώθω τα βλέμματα τους καρφωμένα επάνω μου.. Ξέρω τι θα ακολουθήσει αλλά δεν με νοιάζει.. Στο κάτω -κάτω είναι συνηθισμένες με τις ιδιορρυθμίες μου. Είμαι η παράξενη της παρέας και δεν θα το ψάξουν και πολύ.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Βάζω τα κλειδιά στη μίζα, αλλά δεν βάζω μπρος.. Σκύβω το κεφάλι στο τιμόνι και ξεσπάω. Τώρα που είμαι μόνη δεν με νοιάζει. Κλαίω με αναφιλητά. Φτάνει που δεν βλέπει κανείς.
Φέρνω στο μυαλό μου την επίσκεψη στο ογκολογικό 3 ώρες πριν. Θυμάμαι το κάτωχρο πρόσωπο της Σ. Τα χείλια της σκασμένα, τα άλλοτε γελαστά της μάτια, θολά και βαριά απ’ τα δυνατά παυσίπονα και το δέρμα της λές και είναι έτοιμο να σπάσει. Και το χειρότερο απ’όλα.. Το χαμόγελό της… Εξακολουθεί να χαμογελά. Δεν καταφέρνει να κρύψει τον πόνο, ούτε το φόβο, ούτε το παράπονο. Αλλά το παλεύει και χαμογελά. Και η μόνη γκρίνια που κάνει είναι που δεν καταφέραμε τελικά να πάμε να φάμε εκείνο το γαμημένο το sushi που λέγαμε. .Και εγώ να την κοιτάω και να μην μπορώ να αρθρώσω λέξη απ’τον πικρό κόμπο που μου κλείνει το λαιμό. «Μίλα ρε», μου λέει. «Πες μου τα νέα σου. Τι έπαθες και κόμπλαρες;» Και εγώ εκεί, να θέλω να κλωτσήσω τον εαυτό μου και να με σκυλοβρίζω για την γαμημένη ανικανότητά μου να εκφραστώ.
Η Σ., πολύ θα ήθελε να είχε χρόνο να κάνει παιδιά. Και να μαλώνει με την κόρη της που θα της παίρνει τα ρούχα και το ακριβό make-up και θα ζητά κάθε βδομάδα καινούργια converse. Θα ήθελε να έβλεπε τον γιο της να περνά τις δύσκολες φάσεις τις εφηβείας, να τον κόψει να καπνίζει και να γίνει της πουτάνας. Να γκρινιάζει που ο άντρας της φεύγει κάθε weekend για ψάρεμα ή που την ξυπνά στις 5 το πρωί για σεξ. Να βρίζει τη μάνα της που δεν την αφήνει ούτε ένα καφέ να πιεί. Να αγχώνεται για τα λεφτά που δεν φτάνουν και τα επιτόκια της τράπεζας. Θα ήθελε να περιμένει και να αγχώνεται για μια γαμημένη προαγωγή. Θα ήθελε μην έχει χρόνο για σαδομαζοχιστικές προπονήσεις. Θα ήθελε να της είχαν μείνει μαλλιά για να βάλει extensions και ψεύτικα νύχια –όσο κι’αν τα σιχαίνεται στην πραγματικότητα…
Η Σ. θα έδινε τα πάντα για να μπορεί να έχει μια ζωή γεμάτη άγχος, φασαρία και ρουτίνα.
Νιώθω πολύ αχάριστη και πολύ μικρή.. Αλλά το χειρότερο νιώθω υποκρίτρια γιατί σε λίγο καιρό θα αφήσω τον εαυτό μου να ξεχάσει. Θα επιστρέψω στη ρουτίνα μου, στα προβλήματά μου, στη γκρίνια μου χωρίς να θυμάμαι να τα εκτιμώ που και που.